- πελάζω
- ΝΑπαροιμ. φρ. «ὅμοιος ὁμοίῶ ἀεὶ πελάζει» — ο άνθρωπος αρέσκεται εκ φύσεως να συναναστρέφεται με τους ομοίους του (η φράση από το πλατωνικό «ὅμοιον ὁμοίῳ ἀεὶ πελάζει», Συμπ. 195 Β)αρχ.1. έρχομαι κοντά, προσεγγίζω, πλησιάζω («ἐντὸς γὰρ πολλοῡ χωρίου τῆς πόλεως οὐκ ἦν πελάσαι», Θουκ.)2. φέρνω κοντά, κάνω κάποιον ή κάτι να έλθει κοντά, να πλησιάσει («νευρὴν μὲν μαζῷ πέλασεν τόξῳ δὲ σίδηρον», Ομ. Ιλ.)3. πλησιάζω γυναίκα για συνουσία(το παθ.) πελάζομαι(για γυναίκα) πλησιάζομαι από άνδρα για συνουσία, για σαρκική μίξη4. μέσ. φέρνω κάτι προς τον εαυτό μου για ωφέλειά μου5. (παθ. με ενεργ. αμτβ. σημ.) πλησιάζω («πελάζομαι χθονί» — πλησιάζω στη γη, πέφτω κάτω, Ομ. Ιλ.)6. φρ. α) «τὸ ὕδωρ εἰς τὸ θερμὸν πελάζει» — το νερό πάει να γίνει ζεστό, είναι χλιαρόβ) «πελάζω θαλάσσῃ στῆθος» — κολυμπώγ) «ζεύγλη πελάζω βοῡν» — φέρνω βόδι κάτω από τον ζυγό, ζευγνύωδ) «δεσμοῑς τινα πελάζω» — καθιστώ κάποιον δεσμώτηε) «βρόχῳ δέρην πελάζω» — απαγχονίζωστ) «πελάζω τινὰ χθονί» — σκοτώνω, φονεύω κάποιονζ) «πελάζω τινὰ ὀδύναις» — κάνω κάποιον να πονέσει, να δυστυχήσειη) «κράτει τινὰ πελάζω» — κάνω κάποιον να νικήσειθ) «βορέᾳ σῶμα πελάζω» — εκθέτω το σώμα στον βορράι) «ἔπος ἀδάμαντι πελάζω» — καθιστώ τον λόγο ισχυρό όπως το διαμάντι.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πελάζω έχει σχηματιστεί από τον αρχ. σιγματικό αόρ. πελά-σ(σ)αι, που εμφανίζει την απαθή κατά το πρώτο φωνήεν και συνεσταλμένη κατά το δεύτερο βαθμίδα τής δισύλλαβης ρίζας *πελᾱ- (βλ. λ. πέλας)].
Dictionary of Greek. 2013.